Άντολφ Άιχμαν
1906 – 1962
Ο νεαρός Άντολφ εγκατέλειψε νωρίς τις σπουδές του στο Λύκειο και αφού έκανε διάφορες δουλειές, γράφτηκε στη νεολαία του παραρτήματος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην Αυστρία (1 Απριλίου 1932). Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, το 1933, ο Άιχμαν επέστρεψε στη Γερμανία και υπέβαλε αίτηση για να ενταχθεί στα SS. Έγινε δεκτός και το Νοέμβριο του 1933 ανέλαβε υπηρεσία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Το 1935 παντρεύτηκε τη Βέρα Λιμπλ, από την οποία απέκτησε 4 παιδιά. Το 1937 εστάλη στη βρετανοκρατούμενη Παλαιστίνη, με την εντολή να διερευνήσει τις πιθανότητες για μαζική μετανάστευση των Εβραίων της Γερμανίας στην περιοχή. Δεν του επετράπη η είσοδος και συνέχισε την αποστολή του στο Κάιρο, όπου ήρθε σε επαφή με διάφορους σιωνιστές για το σκοπό αυτό. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία, ο Άιχμαν βρίσκεται στη Βιέννη με το βαθμό του υπολοχαγού, προκειμένου να οργανώσει τις τοπικές υπηρεσίες των SS. Ένα από τα καθήκοντα που αναλαμβάνει είναι η απέλαση των Εβραίων από την Αυστρία.
Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου προάγεται σε λοχαγό και υπηρετεί στο Βερολίνο στις υπηρεσίες ασφαλείας του Τρίτου Ράιχ. Τον Αύγουστο του 1940 δίδει στη δημοσιότητα το «Σχέδιο Μαδαγασκάρη», που προβλέπει μαζική μεταφορά όλων των Εβραίων στη Μαδαγασκάρη και τη δημιουργία εκεί του εβραϊκού κράτους. Το σχέδιο αυτό ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Το 1942 ο Άιχμαν μετέχει ως γραμματέας στη Διάσκεψη της Βάνζεε, όπου αποφασίζεται η «Τελική Λύση» του Εβραϊκού Ζητήματος, με την εξολόθρευση όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Με διαταγή της ηγεσίας των SS αναλαμβάνει υπεύθυνος για τη μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου της κατεχόμενης Πολωνίας (Άουσβιτς, Μπιρκενάου κλπ). Με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, ο Άντολφ Άιχμαν γίνεται γνωστός και μπαίνει στο στόχαστρο των Συμμάχων.
Μετά το τέλος του Πολέμου συνελήφθη τυχαία από τους Αμερικανούς, με το όνομα Ότο Έκμαν, χωρίς να γνωρίζουν την αληθινή του ταυτότητα. Ο Άιχμαν δραπέτευσε στις αρχές του 1946 και παρέμεινε στη Γερμανία έως το 1950, οπότε μετανάστευσε στην Αργεντινή με το όνομα Ρικάρντο Κλέμεντ, με τη βοήθεια ενός φραγκισκανού μοναχού. Για τα επόμενα δέκα χρόνια θα ζήσει με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες και θα κάνει διάφορες δουλειές (επιστάτης, μηχανικός και εκτροφέας κουνελιών).
Από τις αρχές του 1954 οι ισραηλινοί και οι εβραίοι κυνηγοί των Ναζί γνώριζαν ότι Άιχμαν ζούσε στην Αργεντινή με ψευδώνυμο. Τρία χρόνια αργότερα, η «Μοσάντ» άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο για τη σύλληψή του. Στις 11 Μαΐου 1960, ύστερα από μια μυστική επιχείρηση που δεν ήταν σε γνώση των αρχών της Αργεντινής, ο Άιχμαν συνελήφθη από άνδρες της «Μοσάντ» και της «Σαμπάκ». Δέκα ημέρες αργότερα βρισκόταν στο Ισραήλ. Η Αργεντινή προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας επειδή παραβιάστηκε η εθνική της κυριαρχία και κέρδισε μια καταδικαστική απόφαση κατά του Ισραήλ. Οι σχέσεις των δύο χωρών διαταράχτηκαν, αλλά σύντομα αποκαταστάθηκαν, όταν το Ισραήλ ζήτησε δημοσίως συγγνώμη. Η Δίκη του Άντολφ Άιχμαν άρχισε στις 11 Απριλίου 1961 στο Τελ Αβίβ κι έλαβε μεγάλη δημοσιότητα σε όλο τον κόσμο. Κατηγορήθηκε για εγκλήματα κατά του εβραϊκού λαού και της ανθρωπότητας. Ο ίδιος υποστήριξε ότι εκτελούσε εντολές ανωτέρων του. Έπειτα από 14 εβδομάδες ακροαματικής διαδικασίας, η δίκη ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου. Οι τρεις δικαστές διασκέφθηκαν και στις 15 Δεκεμβρίου 1961 εξέδωσαν την ετυμηγορία τους, επιβάλλοντας στον κατηγορούμενο τη θανατική ποινή. Ο Άιχμαν δικάστηκε σε δεύτερο βαθμό από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ, το οποίο διατήρησε την ποινή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (29 Μαΐου 1962). Η αίτηση για απονομή χάριτος απερρίφθη από τον πρόεδρο του Ισραήλ, Ιτζάκ Μπεν Ζβι, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις για επιείκεια.
Η ποινή εκτελέστηκε δια απαγχονισμού λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Μαΐου 1962 στη φυλακή Ράμλα. Πριν από την εκτέλεσή του, ο Άιχμαν αρνήθηκε το τελευταίο γεύμα και αντί αυτού προτίμησε να πιει μισό μπουκάλι από ένα τοπικό κόκκινο κρασί. Τα τελευταία λόγια του ήταν: «Ζήτω η Γερμανία, Ζήτω η Αυστρία, Ζήτω η Αργεντινή. Είναι οι τρεις χώρες που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Υπάκουσα στους κανόνες του πολέμου και της σημαίας μου. Είμαι έτοιμος». Είναι η μοναδική εκτέλεση θανατικής ποινής που έχει γίνει μέχρι σήμερα στο κράτος του Ισραήλ, καθώς η εσχάτη των ποινών δεν επιβάλλεται στα κοινά εγκλήματα. Αμέσως μετά τον απαγχονισμό, η σορός του Άιχμαν αποτεφρώθηκε και η στάχτη του διασκορπίστηκε στα ανοιχτά της Μεσογείου, προκειμένου να σβήσει η όποια ανάμνηση γι' αυτόν και να μην ηρωποιηθεί.
Τα χρόνια που ακολούθησαν η δράση και η προσωπικότητα του Άιχμαν απασχόλησαν πολύ τους ιστορικούς. Στο ερώτημα κατά πόσο ήταν υπεύθυνος για το Ολοκαύτωμα, κάποιοι απάντησαν καταφατικά, υποστηρίζοντας ότι γνώριζε τι έπραττε. Οι υπερασπιστές του, ανάμεσά τους και οι γιοι του, αντέτειναν ότι δεν έπρεπε να δικασθεί και να καταδικασθεί σε θάνατο, γιατί εκτελούσε απλώς το καθήκον του ως στρατιώτης.
Η διάσημη γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Αρεντ, που παρακολούθησε τη δίκη, είδε μια άλλη εικόνα του Άιχμαν. Στο πρόσωπό του δεν διέκρινε έναν φανατικό διψασμένο για αίμα, αλλά έναν γραφειοκράτη που ήθελε να ευχαριστήσει τους ανωτέρους του. Απαριθμούσε τρένα που οδηγούσαν ανθρώπους στο θάνατο, λες και μιλούσε για φορτία με πορτοκάλια, Ήταν ασφαλώς ένας άνθρωπος που είχε στείλει εκατομμύρια Εβραίους στους θαλάμους αερίων, αλλά το κίνητρό του δεν ήταν ο αντισημιτισμός. Έγινε Ναζί επειδή του άρεσε να πηγαίνει με το πλήθος. Τα εγκλήματά του ήταν η απόδειξη της «κοινοτοπίας του κακού» (Χάνα Αρεντ: «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Η κοινοτοπία του κακού», εκδόσεις ΘΥΜΕΛΗ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου